- μηχανόβιος
- οάτομο που ασχολείται με τις μοτοσικλέτες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μηχανόβιος — α, ο φανατικός λάτρης και χρήστης τών μοτοσυκλετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + βιος (< βίος), πρβλ. θαλασσό βιος] … Dictionary of Greek
βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… … Dictionary of Greek
δασμόβιος — α, ο (για βιομηχανικές ή άλλες επιχειρήσεις) όποιος διατηρείται μόνο και μόνο επειδή τόν προστατεύει το δασμολογικό καθεστώς, οι δασμοί που έχουν επιβληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < δασμός + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, μακρόβιος, μηχανόβιος κ.ά.)] … Dictionary of Greek
δασόβιος — α, ο (για ζώα και φυτά) όποιος ζει και αναπτύσσεται σε δάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + βίος < βίος (πρβλ. αιωνόβιος, δασμόβιος, μηχανόβιος)] … Dictionary of Greek
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek